στρατηγικός

στρατηγικός
η , ό[ν]
1) стратегический;

στρατηγικός σκοπός — стратегическая цель;

στρατηγικη σημασία — стратегическое значение;

στρατηγικο τέχνασμα — военная хитрость;

2) манёвренный;
3) полководческий;

στρατηγική ιδιοφυΐα — талант полководца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στρατηγικός" в других словарях:

  • στρατηγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στρατηγό: Κατέλαβε το στρατηγικό αξίωμα. 2. «στρατηγικό σημείο», θέση με πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατηγικά — στρατηγικός of neut nom/voc/acc pl στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc/acc dual στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτερον — στρατηγικός of adverbial comp στρατηγικός of masc acc comp sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικωτάτων — στρατηγικός of fem gen superl pl στρατηγικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικῶν — στρατηγικός of fem gen pl στρατηγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικόν — στρατηγικός of masc acc sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτατον — στρατηγικός of masc acc superl sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαῖς — στρατηγικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαί — στρατηγικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»